- συναγκείας
- συναγκείᾱς , συνάγκειαfem acc plσυναγκείᾱς , συνάγκειαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάλβεγκ — η, Ν άκλ. (γεωμορφ.) διεθνής γερμανικής προέλευσης γεωμορφολογικός όρος που είναι αντίστοιχος τής μισγάγκειας και τής συνάγκειας τών ποτάμιων κοιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Talweg < Tal «κοιλάδα» + Weg «δρόμος»] … Dictionary of Greek